αργυραμοιβός

αργυραμοιβός
Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι αρχαιότατο και συνδέεται με την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ διαφόρων χωρών. Ιδιαίτερη όμως ανάπτυξη γνώρισε τον Μεσαίωνα, επειδή κάθε φέουδο είχε και το δικό του τοπικό νόμισμα. Οι α., που είχαν ειδικά προνόμια, πραγματοποιούσαν εξαιρετικά κερδοφόρες ανταλλαγές και γι’ αυτό τους φορολογούσαν βαρύτατα. Με την πάροδο όμως του χρόνου απέκτησαν οικονομική δύναμη και συγκρότησαν μεγάλους τραπεζιτικούς οργανισμούς, όπως της Βενετίας, της Γένοβας κ.ά.
* * *
ο (AM ἀργυραμοιβός)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα με κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + αμοιβός < αμείβω «παίρνω ή δίνω κάτι ως αντάλλαγμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀργυραμοιβός — money changer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργυραμοιβός — ο αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή νομισμάτων, ο σαράφης: Το επάγγελμα του αργυραμοιβού σήμερα έχει σβήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀργυραμοιβοί — ἀργυραμοιβός money changer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβοῦ — ἀργυραμοιβός money changer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβούς — ἀργυραμοιβός money changer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβέ — ἀργυραμοιβός money changer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβῶν — ἀργυραμοιβός money changer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβόν — ἀργυραμοιβός money changer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέτσαϊς ή Μέσαϊς, Κουέντιν — (Quentin Messys ή Metsys και Massys ή Matsys, Λουβέν περ. 1465 – Αμβέρσα 1530). Φλαμανδός ζωγράφος. Το 1491 εγκατέλειψε τον τόπο του για να εγκατασταθεί οριστικά στην Αμβέρσα, όπου ίδρυσε τη γνωστή ζωγραφική σχολή. Συνέχισε την παράδοση του 15ου… …   Dictionary of Greek

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”